αυτοδιοίκητος
Greek
Adjective
αυτοδιοίκητος • (aftodioíkitos) m (feminine αυτοδιοίκητη, neuter αυτοδιοίκητο)
Declension
| singular | plural | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
| nominative | αυτοδιοίκητος (aftodioíkitos) | αυτοδιοίκητη (aftodioíkiti) | αυτοδιοίκητο (aftodioíkito) | αυτοδιοίκητοι (aftodioíkitoi) | αυτοδιοίκητες (aftodioíkites) | αυτοδιοίκητα (aftodioíkita) | |
| genitive | αυτοδιοίκητου (aftodioíkitou) | αυτοδιοίκητης (aftodioíkitis) | αυτοδιοίκητου (aftodioíkitou) | αυτοδιοίκητων (aftodioíkiton) | αυτοδιοίκητων (aftodioíkiton) | αυτοδιοίκητων (aftodioíkiton) | |
| accusative | αυτοδιοίκητο (aftodioíkito) | αυτοδιοίκητη (aftodioíkiti) | αυτοδιοίκητο (aftodioíkito) | αυτοδιοίκητους (aftodioíkitous) | αυτοδιοίκητες (aftodioíkites) | αυτοδιοίκητα (aftodioíkita) | |
| vocative | αυτοδιοίκητε (aftodioíkite) | αυτοδιοίκητη (aftodioíkiti) | αυτοδιοίκητο (aftodioíkito) | αυτοδιοίκητοι (aftodioíkitoi) | αυτοδιοίκητες (aftodioíkites) | αυτοδιοίκητα (aftodioíkita) | |
Related terms
- see: αυτοδιοίκηση f (aftodioíkisi, “self-government”)
Further reading
- “αυτοδιοίκητος”, in Platform to search dictionaries of modern and medieval Greek at the Centre for the Greek language