αυτοδιοίκητος

Greek

Adjective

αυτοδιοίκητος • (aftodioíkitosm (feminine αυτοδιοίκητη, neuter αυτοδιοίκητο)

  1. self-governing, autonomous

Declension

Declension of αυτοδιοίκητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυτοδιοίκητος (aftodioíkitos) αυτοδιοίκητη (aftodioíkiti) αυτοδιοίκητο (aftodioíkito) αυτοδιοίκητοι (aftodioíkitoi) αυτοδιοίκητες (aftodioíkites) αυτοδιοίκητα (aftodioíkita)
genitive αυτοδιοίκητου (aftodioíkitou) αυτοδιοίκητης (aftodioíkitis) αυτοδιοίκητου (aftodioíkitou) αυτοδιοίκητων (aftodioíkiton) αυτοδιοίκητων (aftodioíkiton) αυτοδιοίκητων (aftodioíkiton)
accusative αυτοδιοίκητο (aftodioíkito) αυτοδιοίκητη (aftodioíkiti) αυτοδιοίκητο (aftodioíkito) αυτοδιοίκητους (aftodioíkitous) αυτοδιοίκητες (aftodioíkites) αυτοδιοίκητα (aftodioíkita)
vocative αυτοδιοίκητε (aftodioíkite) αυτοδιοίκητη (aftodioíkiti) αυτοδιοίκητο (aftodioíkito) αυτοδιοίκητοι (aftodioíkitoi) αυτοδιοίκητες (aftodioíkites) αυτοδιοίκητα (aftodioíkita)

Further reading