καυτηριάζω
Greek
Etymology
Learned borrowing from Koine Greek καυτηριάζω (kautēriázō).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /ka.fti.ɾiˈa.zo/
- Hyphenation: καυ‧τη‧ρι‧ά‧ζω
Verb
καυτηριάζω • (kaftiriázo) (past καυτηρίασα, passive καυτηριάζομαι, p‑past καυτηριάστηκα, ppp καυτηριασμένος) (transitive)
Conjugation
καυτηριάζω καυτηριάζομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | καυτηριάζω | καυτηριάσω | καυτηριάζομαι | καυτηριαστώ |
| 2 sg | καυτηριάζεις | καυτηριάσεις | καυτηριάζεσαι | καυτηριαστείς |
| 3 sg | καυτηριάζει | καυτηριάσει | καυτηριάζεται | καυτηριαστεί |
| 1 pl | καυτηριάζουμε, [‑ομε] | καυτηριάσουμε, [‑ομε] | καυτηριαζόμαστε | καυτηριαστούμε |
| 2 pl | καυτηριάζετε | καυτηριάσετε | καυτηριάζεστε, καυτηριαζόσαστε | καυτηριαστείτε |
| 3 pl | καυτηριάζουν(ε) | καυτηριάσουν(ε) | καυτηριάζονται | καυτηριαστούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | καυτηρίαζα | καυτηρίασαα | καυτηριαζόμουν(α) | καυτηριάστηκα |
| 2 sg | καυτηρίαζες | καυτηρίασαες | καυτηριαζόσουν(α) | καυτηριάστηκες |
| 3 sg | καυτηρίαζε | καυτηρίασαε | καυτηριαζόταν(ε) | καυτηριάστηκε |
| 1 pl | καυτηριάζαμε | καυτηριάσαμε | καυτηριαζόμασταν, (‑όμαστε) | καυτηριαστήκαμε |
| 2 pl | καυτηριάζατε | καυτηριάσατε | καυτηριαζόσασταν, (‑όσαστε) | καυτηριαστήκατε |
| 3 pl | καυτηρίαζαν, καυτηριάζαν(ε) | καυτηρίασααν, καυτηριάσαν(ε) | καυτηριάζονταν, (καυτηριαζόντουσαν) | καυτηριάστηκαν, καυτηριαστήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα καυτηριάζω ➤ | θα καυτηριάσω ➤ | θα καυτηριάζομαι ➤ | θα καυτηριαστώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα καυτηριάζεις, … | θα καυτηριάσεις, … | θα καυτηριάζεσαι, … | θα καυτηριαστείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … καυτηριάσει έχω, έχεις, … καυτηριασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … καυτηριαστεί είμαι, είσαι, … καυτηριασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … καυτηριάσει είχα, είχες, … καυτηριασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … καυτηριαστεί ήμουν, ήσουν, … καυτηριασμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … καυτηριάσει θα έχω, θα έχεις, … καυτηριασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … καυτηριαστεί θα είμαι, θα είσαι, … καυτηριασμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | καυτηρίαζε | καυτηρίασαε | — | καυτηριάσου |
| 2 pl | καυτηριάζετε | καυτηριάστε | καυτηριάζεστε | καυτηριαστείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | καυτηριάζοντας ➤ | καυτηριαζόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας καυτηριάσει ➤ | καυτηριασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | καυτηριάσει | καυτηριαστεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- καυτηρίαση f (kaftiríasi)
- καυτηριασμός m (kaftiriasmós)
Related terms
- ακαυτηρίαστος (akaftiríastos)
- καυτός (kaftós)
References
- ^ καυτηριάζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language