ατημέλητος

Greek

Adjective

ατημέλητος • (atimélitosm (feminine ατημέλητη, neuter ατημέλητο)

  1. unkempt, bedraggled
    Synonym: απεριποίητος (aperipoíitos)
  2. slovenly

Declension

Declension of ατημέλητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ατημέλητατημέλητος (atimélitatimélitos) ατημέλητατημέλητη (atimélitatiméliti) ατημέλητατημέλητο (atimélitatimélito) ατημέλητατημέλητοι (atimélitatimélitoi) ατημέλητατημέλητες (atimélitatimélites) ατημέλητατημέλητα (atimélitatimélita)
genitive ατημέλητατημέλητου (atimélitatimélitou) ατημέλητατημέλητης (atimélitatimélitis) ατημέλητατημέλητου (atimélitatimélitou) ατημέλητατημέλητων (atimélitatiméliton) ατημέλητατημέλητων (atimélitatiméliton) ατημέλητατημέλητων (atimélitatiméliton)
accusative ατημέλητατημέλητο (atimélitatimélito) ατημέλητατημέλητη (atimélitatiméliti) ατημέλητατημέλητο (atimélitatimélito) ατημέλητατημέλητους (atimélitatimélitous) ατημέλητατημέλητες (atimélitatimélites) ατημέλητατημέλητα (atimélitatimélita)
vocative ατημέλητατημέλητε (atimélitatimélite) ατημέλητατημέλητη (atimélitatiméliti) ατημέλητατημέλητο (atimélitatimélito) ατημέλητατημέλητοι (atimélitatimélitoi) ατημέλητατημέλητες (atimélitatimélites) ατημέλητατημέλητα (atimélitatimélita)

Further reading