αιματοεγκεφαλικός
Greek
Adjective
αιματοεγκεφαλικός • (aimatoegkefalikós) m (feminine αιματοεγκεφαλική, neuter αιματοεγκεφαλικό)
Declension
| singular | plural | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
| nominative | αιματοεγκεφαλικός (aimatoegkefalikós) | αιματοεγκεφαλική (aimatoegkefalikí) | αιματοεγκεφαλικό (aimatoegkefalikó) | αιματοεγκεφαλικοί (aimatoegkefalikoí) | αιματοεγκεφαλικές (aimatoegkefalikés) | αιματοεγκεφαλικά (aimatoegkefaliká) | |
| genitive | αιματοεγκεφαλικού (aimatoegkefalikoú) | αιματοεγκεφαλικής (aimatoegkefalikís) | αιματοεγκεφαλικού (aimatoegkefalikoú) | αιματοεγκεφαλικών (aimatoegkefalikón) | αιματοεγκεφαλικών (aimatoegkefalikón) | αιματοεγκεφαλικών (aimatoegkefalikón) | |
| accusative | αιματοεγκεφαλικό (aimatoegkefalikó) | αιματοεγκεφαλική (aimatoegkefalikí) | αιματοεγκεφαλικό (aimatoegkefalikó) | αιματοεγκεφαλικούς (aimatoegkefalikoús) | αιματοεγκεφαλικές (aimatoegkefalikés) | αιματοεγκεφαλικά (aimatoegkefaliká) | |
| vocative | αιματοεγκεφαλικέ (aimatoegkefaliké) | αιματοεγκεφαλική (aimatoegkefalikí) | αιματοεγκεφαλικό (aimatoegkefalikó) | αιματοεγκεφαλικοί (aimatoegkefalikoí) | αιματοεγκεφαλικές (aimatoegkefalikés) | αιματοεγκεφαλικά (aimatoegkefaliká) | |
Derived terms
αιματοεγκεφαλικός φραγμός m (aimatoegkefalikós fragmós, “hematoencephalic barrier”)